- πάγχαλκα
- πάγχαλκοςneut nom/voc/acc plπαγχάλκεοςall-brazenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάγχαλκος — πάγχαλκος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος 2. φρ. «πάγχαλκα τέλη» χαρακτηρισμός όπλων που επρόκειτο να αφιερωθούν στον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαλκός] … Dictionary of Greek